Βιογραφικό


Γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1967 στα Αλώνια του νομού Πιερίας. Τόσο από την πλευρά του πατέρα του Αθανάσιου, όσο και από την πλευρά της μητέρας του Ευτυχίας, κατάγεται από την περιοχή της Τραπεζούντας (Μεγάλη Σαμάρουξα και Χότσ’). Ο Γιάννης Πολυχρονίδης αποτελεί σπάνια περίπτωση πόντιου καλλιτέχνη, ο οποίος έχει υπηρετήσει επί πολλά χρόνια κάθε μορφή έκφρασης του ποντιακού πολιτισμού: τη μουσική, το χορό, το θέατρο, την παραδοσιακή οργανοποιεία, την ποντιακή λαϊκή τέχνη.

Μεγαλώνοντας σε ένα αμιγές ποντιακό χωριό της ελληνικής υπαίθρου, είχε την ευκαιρία να μυηθεί από πολύ μικρή ηλικία στα μυστικά της ποντιακής παράδοσης δίπλα στον παππού του Ιωάννη, αλλά και στον πατέρα του, ο οποίος διατηρούσε ποντιακό κέντρο στα Αλώνια. Εκεί στη «Λεμόνα», την οικογενειακή επιχείρηση από την οποία παρέλασαν κατά καιρούς όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του χώρου, ο Γιάννης Πολυχρονίδης γνώρισε και αγάπησε την ποντιακή μουσική. Έτσι σε ηλικία 8 ετών έκανε τα πρώτα του βήματα στον ποντιακό χορό, με πρώτο χοροδιδάσκαλο το Γιάννη Ασλανίδη.

Αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό, έζησε και εργάστηκε στην Κοζάνη και εν συνεχεία στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετείχε για πρώτη φορά σε χορευτικό συγκρότημα, αυτό της «Καλλιτεχνικής Στέγης Ποντίων Βορείου Ελλάδος». Παράλληλα εντάχθηκε στο θεατρικό τμήμα της Στέγης συμμετέχοντας στα έργα «το Μαυροκόρτς» και «Οι τελευταίοι» δίπλα σε μεγάλα ονόματα του ποντιακού θεάτρου, όπως οι Μιχάλης Κυνηγόπουλος, Γιώργος Ιασωνίδης, Σπύρος Αγαθαγγελίδης κ.α. Την ίδια περίοδο γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Τάνια Μαραπά με την οποία συμπρωταγωνίστησαν στις θεατρικές παραστάσεις της Καλλιτεχνικής Στέγης.

Ως νεαρό μέλος της Καλλιτεχνικής Στέγης συμμετείχε ανελλιπώς στα θρυλικά «μουχαπέτια» του σωματείου, από τα οποία παρήλαυναν όλοι οι γνωστοί πόντιοι λυράρηδες και τραγουδιστές. Από τότε του έγινε έμμονη ιδέα να ασχοληθεί με το νταούλι, ένα μουσικό όργανο που την εποχή εκείνη έτεινε να εξαφανιστεί από την σύγχρονη ποντιακή ορχήστρα. Έτσι στο γάμο ενός φίλου του, όταν ο «ταουλτσής» της βραδιάς άφησε προς στιγμήν το όργανό του, ο Γιάννης σηκώθηκε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να παίζει, χωρίς ποτέ στο παρελθόν να είχε ασχοληθεί με το συγκεκριμένο όργανο. Αυτό ήταν ! Στο εξής το όνομα του Γιάννη Πολυχρονίδη συνδέθηκε άρρηκτα με το ποντιακό νταούλι, του οποίου υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους, αλλά και τους πιο συνεπείς λειτουργούς.

Συνεργάστηκε με τους περισσότερους παραδοσιακούς πόντιους καλλιτέχνες. Η αρχή έγινε με τον Παναγιώτη Ασλανίδη και τον Γιώργο Σοφιανίδη, τους οποίους συνόδευσε το 1994 σε μια αποστολή της Ένωσης Ποντίων Πολίχνης στη Γερμανία. Σιγά-σιγά γνώρισε πολλούς ακόμη καλλιτέχνες, η συνεργασία του με τους οποίους συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, ενώ το 1995 έκανε τα πρώτα του βήματα στο χώρο της δισκογραφίας συνοδεύοντας τον Μάντη Σαββίδη και το γιό του Σταύρο στο δίσκο τους τα «Σαντέτ’κα». Ήταν η αρχή μια εντυπωσιακής δισκογραφικής διαδρομής, αφού μέχρι σήμερα (2007) ο Γιάννης Πολυχρονίδης έχει συμμετάσχει σε 37 ποντιακούς δίσκους!

Η αγάπη του για το όργανο τον έκανε να αναζητήσει νέους τρόπους έκφρασης. Ασχολείται συστηματικά με την οργανοποιεία και αρχίζει να κατασκευάζει τα δικά του νταούλια, που φέρουν το χαρακτηριστικό προσωπικό του στίγμα. Σήμερα είναι ένας από τους πιο γνωστούς κατασκευαστές ποντιακών νταουλιών, καθώς οι περισσότεροι από τους συναδέλφους του χρησιμοποιούν όργανα φτιαγμένα από τα χέρια του.

Το επόμενο βήμα ήταν ο χώρος της παραδοσιακής λαϊκής τέχνης. Eδώ και λίγους μήνες ο Γιάννης Πολυχρονίδης άνοιξε στο χωριό του, τα Αλώνια, ένα πρωτοποριακό εργαστήρι ποντιακής λαϊκής τέχνης, στο οποίο κατασκευάζει όλα τα αυθεντικά εξαρτήματα της αντρικής και γυναικείας ποντιακής φορεσιάς, παραδοσιακά κοσμήματα κ.α. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εργαστήρι και το κατάστημα του Γιάννη Πολυχρονίδη δείτε τη σχετική σελίδα του site μας.

Σήμερα ο Γιάννης Πολυχρονίδης ζει στη Νικόπολη Θεσσαλονίκης με τη γυναίκα του Τάνια και τους γιούς του Θάνο και Χριστόφορο, τους οποίους φιλοδοξεί να δει να συνεχίζουν την προσπάθειά του για τη διάσωση και διαιώνιση της ποντιακής παράδοσης.